- τυφικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύφο («τυφική νόσος»)2. αυτός που πάσχει από τύφο3. φρ. α) «τυφική ουσία» — ονομασία ύλης που δημιουργείται στο έντερο ασθενούς από τύφοβ) «τυφικό βακτηρίδιο» — βακτήριο που προκαλεί τυφοειδή πυρετό.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].
Dictionary of Greek. 2013.